ύπερθα

ύπερθα
Α
επίρρ. (αιολ. τ.) βλ. ὕπερθεν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ύπερθεν — και αιολ. τ. ὕπερθα και για μετρ. λόγους ὕπερθε Α επίρρ. 1. από πάνω 2. (σχετικά με το σώμα) στα άνω τμήματα 3. από τον ουρανό, από τους θεούς 4. (με γεν.) περισσότερο 5. χρησιμοποιείται και για να δηλώσει σύγκριση («τοτὲ μὲν ἄπορα, τοτὲ δ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”